- θάλπος
- -ους, το (Α θάλπος, -εος)θερμότητα, ζέστη («θάλπος ἐν χειμῶνι», Αισχύλ.)νεοελλ.θαλπωρή, ζεστασιά, εγκαρδιωση («το θάλπος τής μητρικής αγκαλιάς»)αρχ.πυρετός ή οξύς διαπεραστικός πόνος («ἀφῆκα θυμῷ καρδίας τοξεύματα βέβαια, τῶν σὺ θάλπος οὐχ ὑπεκδραμεῖ», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλπω. Ως β' συνθετικό απαντά με τη μορφή -θαλπης.ΣΥΝΘ. αρχ. αθαλπής, γεοθαλπής, δυσθαλπής, επιθαλπής, ευθαλπής, ζωθαλπής, ηλιοθαλπής, κακοθαλπής, περιθαλπής, πολυθαλπής, πυριθαλπής, χλιεροθαλπής].
Dictionary of Greek. 2013.